ρομπατσίνα

ρομπατσίνα
η
(λ. ιταλ.), αυστηρή επίπληξη: Είναι στενοχωρημένος από τη ρομπατσίνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ρομπατσίνα — η, Ν επίπληξη, τιμωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. robaccina < romanzina] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”